- ἐνευθηνοῖτο
- ἐνευθηνέομαιabound inpres opt mp 3rd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενευθηνούμαι — ἐνευθηνούμαι, έομαι (AM) [ευθηνούμαι] έχω σε αφθονία κάτι, είμαι γεμάτος από κάτι («χρυσίου ἐνευθηνοῑτο», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek